φυτοφαγικός

φυτοφαγικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία (βλ. λ.), που είναι της φυτοφαγίας: Φυτοφαγική δίαιτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία ή στον φυτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagic < phytophagy (βλ. λ. φυτοφαγία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Δροσίνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”